πορευτέον

πορευτέον
πορευτέος
to be traversed
masc acc sg
πορευτέος
to be traversed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όποι — ὅποι και ιων. τ. ὅκοι και δωρ. τ. ὅπυι, ὅπυς (Α) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) α) προς ποιο μέρος, πού («ἀμηχανεῑν ὅποι τράποιντο», Αισχύλ.) β) ώς ποιο σημείο, μέχρι πού («ἐπήκουσα... μέχρι ὅποι...», Πλάτ.) γ) (με ρ. στάσεως) σε ποιο μέρος, πού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”